- κεκλήμεθα
- καλέωcallperf ind mp 1st plκαλέωcallplup ind mp 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκλῄμεθ' — κεκλῄμεθα , κλείω 1 shut perf ind mp 1st pl (attic) κεκλῄμεθα , κλείω 1 shut plup ind mp 1st pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нарикатисѧ — НАРИ|КАТИСѦ (42), ЧОУСѦ, ЧЕТЬСѦ гл. Называться: правьдьници наричютьсѧ (καλоῦνται) КЕ XII, 263а; тѣм же къждо тѣхъ имены наричетьсѧ. УСт XII/XIII, 226; брата ѹбо по семь же истовому и брата и сво˫ака наричетьсѧ. КР 1284, 332в; и строѥниѥ бл҃го… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek